απρόκοπος

απρόκοπος
η , ο [ος , ον ], απρόκοφτος, η , ο
1) см. ανεπρόκοπος; 2) неуспевающий (об учащемся)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "απρόκοπος" в других словарях:

  • ἀπρόκοπος — making no progress masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόκοπος — κ. κοφτος, η, ο (AM ἀπρόκοπος, ον) όποιος δεν έχει προκοπή, δεν κάνει προόδους νεοελλ. 1. οκνηρός 2. ανάγωγος 3. δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • απρόκοπος — η, ο βλ. ανεπρόκοπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπρόκοπον — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem acc sg ἀπρόκοπος making no progress neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροκόπους — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόκοπα — ἀπρόκοπος making no progress neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόκοποι — ἀπρόκοπος making no progress masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԲԱՑԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 1 471 Chronological Sequence: 10c ա. ἁπρόκοπος Իբր Կիսակտուր, թերի, անկատար. յն. անյառաջադէմ. *Եթէ այժմ ծնցիս, եղիցի բացակտուր ծնունդն. Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ρεμπέτης — ο θηλ. ισσα (λ. τουρκ.), φυγόπονος, απρόκοπος: Η κόρη του είχε μπλέξει μ έναν ρεμπέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεμπεσκές — ο (λ. τουρκ.), άνθρωπος απρόκοπος, αχαΐρευτος, ρεμπέτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»